Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

ΟΙ ΛΥΤΡΩΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ


ΟΣτα τέλη Σεπτεμβρίου του 1954, ο Γκεβάρα ταξίδεψε στο Μεξικό, που αποτελούσε κοινό προορισμό εξόριστων Λατινοαμερικανών, από χώρες όπως το Πουέρτο Ρίκο, το Περού, η Βενεζουέλα, η Γουατεμάλα και η Κούβα. Στην πόλη του Μεξικού, συνάντησε τον Κουβανό εξόριστο Νίκο Λόπες, γνώριμό του από την περίοδο της παραμονής του στη Γουατεμάλα, ενώ επανασυνδέθηκε και με την Ίλδα Γκαδέα. Προκειμένου να συντηρείται οικονομικά, εργάστηκε ως γιατρός και ως φωτογράφος, εν μέσω πολλαπλών επαγγελματικών κρίσεων και οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπισε κατά διαστήματα. Το καλοκαίρι του 1955, ήρθε σε επαφή με τον αδελφό του Φιντέλ Κάστρο, Ραούλ, από τον οποίο πληροφορήθηκε την επικείμενη άφιξη του Κάστρο στο Μεξικό. Στις αρχές Ιουλίου του 1955[9], o Γκεβάρα συνάντησε για πρώτη φορά τον Φιντέλ Κάστρο, o οποίος ήταν αρχηγός των "Moνκαντίστας", και είχε καταφύγει στο Μεξικό μετά την αποφυλάκισή του, αποτέλεσμα της χάρης που του δόθηκε από τον Μπατίστα. Την πρώτη συνάντησή τους ακολούθησαν πολυάριθμες συναντήσεις και συζητήσεις γύρω από την πολιτική κατάσταση στη Λατινική Αμερική και το ενδεχόμενο της οργάνωσης μίας επανάστασης ενάντια στη δικτατορία του Μπατίστα. Την ίδια περίπου περίοδο, η Γκαδέα του ανακοίνωσε πως ήταν έγκυος και ο Γκεβάρα της πρότεινε γάμο, ο οποίος τελέστηκε τελικά στις 18 Αυγούστου 1955, στο ληξιαρχείο του μεξικανικού χωριού Τεποτσοτλάν.

Πεπεισμένος πως ο Κάστρο είχε τις προϋποθέσεις να αποτελέσει ένα χαρισματικό ηγέτη της κουβανικής επανάστασης[10], ο Γκεβάρα συμμετείχε στο κίνημα της 26ης Ιουλίου (ισπ. Movimiento 26 de Julio, M-26-7), με στόχο την ένοπλη δράση για την ανατροπή του κουβανικού καθεστώτος. Ο Γκεβάρα συμφώνησε να τους συνοδεύσει με την ιδιότητα του γιατρού, ωστόσο έλαβε κανονικά μέρος στην στρατιωτική εκπαίδευση των ανταρτών, το βασικό στάδιο της οποίας ξεκίνησε στις αρχές του 1956, υπό τις οδηγίες του Μεξικανού παλαιστή Αρσάνιο Βαγένας σε ζητήματα εκγύμνασης και αυτοάμυνας, καθώς και του πρώην συνταγματάρχη του Ισπανικού Δημοκρατικού Στρατού, Αλπέρτο Μπάγιο. Στα απομνημονεύματα του Μπάγιο, πληροφορούμαστε πως ο Γκεβάρα επέδειξε μεγάλη θέληση κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης, αποτελώντας τον καλύτερο μαθητή του. Την ίδια περίοδο, θεωρείται πιθανό πως απέκτησε το παρωνύμιο Τσε (Che), εξαιτίας της συχνής χρήσης της λέξης che (φίλος ή και επιφώνημα: Ε εσύ!) που έκανε ο ίδιος μιλώντας, έκφραση που αν και είχε εισαχθεί στη γλώσσα των Αργεντινών, φαινόταν αστεία στους Κουβανούς.

Στις 25 Νοεμβρίου του 1956, 82 επαναστάτες, μεταξύ αυτών και ο Τσε Γκεβάρα, ταξίδεψαν με το πλοιάριο Granma, από τον ποταμό Τούξπαν του Mεξικoύ με προορισμό την Κούβα, στην οποία έφθασαν τελικά στις 2 Δεκεμβρίου. Κατά την απόβασή τους, δέχθηκαν επίθεση από τα στρατεύματα του καθεστώτος, από την οποία επέζησαν 15-20 αντάρτες που κατάφεραν να ανασυνταχθούν και να καταφύγουν στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα. Με σημείο εκκίνησης την επίθεση αυτή, ο ρόλος του Τσε Γκεβάρα στον ανταρτοπόλεμο διαφοροποιήθηκε σταδιακά, αντιλαμβανόμενος o ίδιος όλο και λιγότερο ως μοναδικό καθήκον του την ιατρική συμπαράσταση, και λαμβάνοντας ενεργό μέρος στις ένοπλες δραστηριότητες τον επαναστατών. Η αποφασιστικότητά του και οι ικανότητες του, σύντομα οδήγησαν στην άνοδό του στην ιεραρχία του αντάρτικου σώματος, κερδίζοντας το σεβασμό των υπολοίπων ανταρτών, χωρίς να απουσιάζει και το αίσθημα του φόβου που προκαλούσε ενίοτε η σκληρότητά του, υπεύθυνος ο ίδιος για εκτελέσεις ανταρτών που λειτουργούσαν ως πληροφοριοδότες του κουβανικού καθεστώτος[11]. Υπήρξε ο πρώτος αντάρτης, στον οποίο δόθηκε το αξίωμα του Κομαντάντε του Επαναστατικού Στρατού της Κούβας, στις 21 Ιουλίου 1957. Αν και μέχρι τότε αποτελούσε έναν απλό οπλίτη, χωρίς να έχει διακριθεί ιδιαιτέρως σε στρατιωτικό επίπεδο αλλά έχοντας επιδείξει γενναιότητα και αρχηγικές δεξιότητες, ο Κάστρο του εμπιστεύτηκε την ηγεσία της Δεύτερης Φάλαγγας του αντάρτικου στρατού (για λόγους παραλλαγής έφερε τον αριθμό 4), έχοντας έτσι μόνο τον Κομαντάντε εν Σέφε Φιντέλ Κάστρο ως ανώτερό του[12].

Η μεγαλύτερη ίσως στρατιωτική επιτυχία του Τσε Γκεβάρα υπήρξε η κατάκτηση της Σάντα Κλάρα στις 29 Δεκεμβρίου 1958, μία καθοριστική στιγμή στην ιστορία της κουβανικής επανάστασης. Είχαν προηγηθεί δύο χρόνια ανταρτοπολέμου στην Σιέρρα Μαέστρα εναντίον του πολύ μεγαλύτερου στρατού του Μπατίστα, o οποίος δεχόταν και την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών. Με την κατάκτηση της Σάντα Κλάρα, ο δρόμος για την πρωτεύουσα Αβάνα ήταν πλέον ελεύθερος και την 1η Ιανουαρίου του 1959, ο δικτάτορας Μπατίστα εγκατέλειψε την Κούβα, με προορισμό την Δομινικανή Δημοκρατία. Την μάχη στη Σάντα Κλάρα ακολούθησαν και άλλες σημαντικές πολεμικές συγκρούσεις, πριν την τελική επικράτηση των ανταρτών.

Γεώργιος Γρίβας, γεννήθηκε στο Τρίκωμο στις 23 Μαΐου 1898. Το 1916, φεύγει από το νησί και πάει στην Μητροπολιτική Ελλάδα για να φοιτήσει στη Σχολή Ευελπίδων. Για πρώτη φορά, βρέθηκε στο πεδίο της μάχης κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο ο οποίος σαν επακόλουθο είχε την Μικρασιατική καταστροφή. Εκεί, υπηρέτησε έχοντας το βαθμό του Δεκανέα. Το 1923 προήχθη σε Υπολοχαγό, το 1926 σε Λοχαγό και το 1938 σε Ταγματάρχη.
Το 1940 βρέθηκε στη Βόρειο Ήπειρο να πολεμά τους Γερμανοιταλούς. Κατά τη Γερμανική κατοχή συνέστησε τη μυστική στρατιωτική οργάνωση «Χ». Μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, η οργάνωση «Χ» αποτέλεσε τον σκληρό πυρήνα ενάντια στους κομμουνιστές. Μετά την ήττα των κομμουνιστών, ο Γεώργιος Γρίβας και οι «Χίτες» αναμίχθηκαν με την πολιτική.
Όταν τέθηκε θέμα εξέγερσης των Ελλήνων της Κύπρου εναντίον των Άγγλων, επιλέγηκε ως αρχηγός του όλου εγχειρήματος. Ήρθε στην Κύπρο, συνέστησε την Ε.Ο.Κ.Α. και σαν αρχηγός της, ηγήθηκε του αγώνα που είχε στόχο την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Μετά το τέλος του αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α., το 1959, ο Γεώργιος Γρίβας Διγενής προήχθη σε Στρατηγό και εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα και πάλι. Η απομάκρυνσή του από το νησί ήταν ένας από τους όρους των Άγγλων. Έφτασε στην Ελλάδα με τη στρατιωτική του στολή και το πιστόλι στη μέση και έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής.

Το 1963 αναλαμβάνει την ηγεσία της νεοσύστατης ΑΣΔΑΚ(Ανώτερη Στρατιωτική Διοίκηση Άμυνας Κύπρου) και στην ουσία ήτανε ο πρώτος αρχηγός της όπως την ξέρουμε σήμερα ΕΦ(Εθνικής Φρουράς). Το 1967 η Εθνική Φρουρά, κάτω σπό την ηγεσία του, διενεργεί επιχειρήσεις εναντίον τουρκικών θυλάκων στην περιοχή Κοφίνου – Άγιου Θεοδώρου έχοντας ως σύνθημα και στόχο το «Ο εχθρός στη θάλασσα». Αναγκάζεται και πάλι να εγκαταλείψει την Κύπρο μαζί με την Ελληνική Μεραρχία. Επανήλθε και πάλι, μυστικά, στην Κύπρο τον Σεπτέμβρη του 1971 και ίδρυσε την Ε.Ο.Κ.Α. Β’. Η ΕΟΚΑ Β’ στελεχώθηκε κυρίως από πρώην άνδρες της ΕΟΚΑ και νέους που πίστεψαν ότι με τη δυναμική δράση θα πειθόταν ή θα εξαναγκαζόταν ο Μακάριος να ακολουθήσει τη γραμμή της Ένωσης.

Το κράτος δημιούργησε ειδικές μονάδες για την αντιμετώπιση της δράσης της Ε.Ο.Κ.Α. Β’(Εφεδρικό σώμα της αστυνομίας). Παράλληλα είχαν δημιουργηθεί και άλλες ομάδες που υποστήριζαν τον Μακάριο οι οποίες δρούσαν ανεξέλεγκτα κατά των υποστηρικτών του Στρατηγού Γρίβα. Πέθανε στις 27 Ιανουσαρίου 1974 στο σπίτι του Μάριου Χριστοδουλίδη στη Λεμεσό. Τηρήθηκε τριήμερο επίσημο πένθος . Οι σημαίες αναρτήθηκαν μεσίστιες στα κυβερνητικά κτίρια. Τηρήθηκε τριήμερη αργία στα σχολεία και στις δημόσιες υπηρεσίες. Η μέρα της κηδείας του τηρήθηκε ως δημόσια αργία.

«Η Βουλή των Αντιπροσώπων, συνελθούσα σήμερον, ημέρα Πέμπτη, 31 Ιανουαρίου 1974, σε έκτακτη επίσημη συνεδρία για να αποτίσει φόρο τιμής προς τον εκλιπόντα αρχηγό της ΕΟΚΑ Στρατηγό Γεώργιο Γρίβα Διγενή και να μνημονεύσει τις εξαίρετες υπηρεσίες τις οποίες ο εκλιπών εθνικός ήρωας πρόσφερε για την απελευθέρωση της ιδιαίτερης πατρίδας του Κύπρου, με ψήφισμά της ανακηρύσσει τον εκλιπώντα ήρωα Στρατηγό Γεώργιο Γρίβα – Διγενή, ως άξιο τέκνο της ιδιαίτερής πατρίδας του Κύπρου»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου